- ενδοτραχειακός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται ή εισάγεται στην τραχεία2. φρ. α) «ενδοτραχειακή νάρκωση» — νάρκωση κατά την οποία το αναισθητικό χορηγείται με διασωλήνωση τής τραχείαςβ) «ενδοτραχειακή διασωλήνωση».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.